κεντροβαρικός

κεντροβαρικός
-ή, -ό (Α κεντροβαρικός, -ή, -όν) [κεντροβαρής]
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κέντρο βάρους
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεντροβαρική
η θεωρία τού κέντρου τής βαρύτητας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κεντροβαρικά
τίτλος πραγματείας τού Αρχιμήδη για το κέντρο βάρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”